- πασάρω
- πασάρω, πάσαρα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πασάρω — και πασέρνω πάσαρα 1. διαβιβάζω κάτι σε άλλον. 2. δίνω σε κάποιον κάτι με δόλιο τρόπο, για να τον εξαπατήσω: Μου πάσαρε δυο κάλπικες λίρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… … Dictionary of Greek
πάσα — η [πασάρω] 1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη 3. φρ. «κάνω πάσα» κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση … Dictionary of Greek
πασάρισμα — το 1. μεταβίβαση ενός πράγματος από χέρι σε χέρι και γενικά από πρόσωπο σε πρόσωπο 2. (αθλ.) μεταβίβαση τής μπάλας από παίκτη σε παίκτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πασάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
πασαίρνω — βλ. πασάρω … Dictionary of Greek